καλοδηγούμαι

καλοδηγούμαι
καλοδηγοῡμαι (Μ)
εφοδιάζομαι καλά, προετοιμάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + ὁδηγοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”